χρυσόψαρο

χρυσόψαρο
Κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος ο χρυσόχρωμος. Χρυσόψαρο (κυπρίνος ο χρυσόχρωμος) σε γυάλα (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το, Ν
1. κοινή ονομασία πολύ διαδεδομένου ψαριού ενυδρείου, γνωστού με την επιστημονική ονομασία Carassius auratus, που ανήκει στην οικογένεια τού κυπρίνου
2. κοινή ονομασία διαφόρων υποειδών ή ποικιλιών τού παραπάνω είδους που απαντούν σε ποταμούς και λίμνες στην Ελλάδα και στην Ευρώπη και είναι γνωστά επίσης με τις κοινές ονομασίες πεταλούδα και κουτσουράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χρυσόψαρο — το είδος ψαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • Δοράς — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς της Τράπεζας, του Ιπτάμενου Ιχθύος, του Οκρίβαντος, του Γλυφείου, του Ωρολογίου του Δικτύου και του Ύδρου. Παλαιότερα ονομαζόταν Ξιφίας, ενώ η σημερινή του… …   Dictionary of Greek

  • καράσιος — (Carassius). Γένος ψαριών της οικογένειας των κυπρινιδών. Τα άτομα του γένους έχουν μακρύ ραχιαίο πτερύγιο και τα φαρυγγικά τους τόξα είναι διατεταγμένα σε μια σειρά. Στο γένος αυτό ανήκουν δύο είδη: ο κ. ο κοινός και ο κ. ο χρυσόχρωμος. Ο κ. ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”